Του Νίκου Ράπτη
Πρόσφατα, με αφορμή την οικογενειακή οικογενειακή τραγωδία στην Άρτα, στην οποία ένας δεκαεξάχρονος τραυμάτισε σε κυνηγετική εκδρομή θανάσιμα τον θείο του και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, ενώ ο πατέρας του υπέστη έμφραγμα τα επόμενα εικοσιτετράωρα, «έπεσε στο τραπέζι» η ιδέα για να διοργανωθεί δημοψήφισμα με θέμα την απαγόρευση του κυνηγιού στην Ελλάδα. Στο παρόν κείμενο θα εξετάσουμε το εάν ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα μπορούσε να κερδηθεί από τους αντιπάλους του κυνηγιού και εάν είναι δικαιολογημένη η διοργάνωσή του.
Πολιτική και κοινωνική βάση του κυνηγιού
Οι ίδιοι οι κυνηγοί προβάλλον το επιχείρημα πως εκφράζουν την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ας δούμε όμως τι γνωρίζουμε για την κοινωνική και πολιτική επιρροή τους.
Το «Κόμμα Ελλήνων Κυνηγών» συμμετείχε στις ευρωεκλογές του 2004 και του 2009. Έλαβε και τις δύο φορές κάτι λιγότερο από 65 χιλιάδες ψήφους και την όγδοη θέση, με ποσοστά αντίστοιχα 1 και 1.27%. Αυτές οι δύο παρουσίες, ιδιαίτερα η πρώτη, χαλύβδωσαν τον μύθο πως οι κυνηγοί είναι ένα από τα ισχυρότερα λόμπι στην Ελλάδα, από αυτά που όποιος πολιτικός τα βάλει μαζί τους, χάθηκε. Σημειώνουμε πως το ΚΕΚ έχει και τρεις παρουσίες σε εθνικές εκλογές (1990,1993,1996) όπου έλαβε από 3 έως 17 χιλιάδες ψήφους και ποσοστό από 0.1% έως 0.3%.
Όσον αφορά τον αριθμό των κυνηγών, η διαβόητη έρευνα της VPRC ανέβασε τον αριθμό τους σε 500,000 (εκ των οποίων οι μισοί σχεδόν είναι αδήλωτοι/παράνομοι). Με δεδομένο πως μιλάμε για έναν αμιγώς ανδρικό πληθυσμό, εάν αυτό είναι αλήθεια, θα σήμαινε πως το ένα έκτο του ενεργού ανδρικού πληθυσμού(18-70 ετών) ασχολείται με το κυνήγι!
Οι ίδιοι οι κυνηγοί όμως, παρατηρούν πως το χόμπι τους παρακμάζει. Από το 2000 οι άδειες έχουν μειωθεί κατά 25%και παρατηρείται απροθυμία των νεότερων να ασχοληθούν με το κυνήγι. Πιθανόν, ένα μέρος της μείωσης του αριθμού των κυνηγών να οφείλεται στην οικονομική δυσπραγία, που αποτρέπει πολλούς να ανανεώνουν τις άδειές τους και τους στρέφει στην λαθροθηρία.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως οι κυνηγοί είναι μία από τις αξιόμαχες ομάδες πίεσης στην ελληνική κοινωνία. Πέραν του αριθμού τους, μεγάλη τους δύναμη είναι πως το κυνήγι συνδέεται στο φαντασιακό του μέσου Έλληνα με τον «παραδοσιακό» τρόπο ζωής «στο χωριό», αλλά και με την αντροπαρέα, τη ρώμη, ακόμα και τον «φυσικό τρόπο ζωής» (!) πράγματα που ο εγκλωβισμένος στις πολυκατοικίες μικροαστός εξιδανικεύει και νοσταλγεί.
Είναι χαρακτηριστική η καθοριστική επιρροή των κυνηγών στις αλλαγές που έκαναν αγνώριστο κατά τη διάρκεια της κατά Πέτσα «άτυπης διαβούλευσης» (sic) τον νέο νόμο για τα ζώα συντροφιάς. Επίσης, όλα τα παραδοσιακά κοινοβουλευτικά κόμματα υποστηρίζουν αναφανδόν το κυνήγι. Ακόμα και αν η μελέτη της VPRC έδειξε πως οι κυνηγοί πολιτικά κλίνουν δεξιά ου κέντρου, κόμματα όπως το ΚΙΝΑΛ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, έχουν ευνοϊκές προς το κυνήγι θέσεις και οπωσδήποτε διαθέτουν στις τάξεις του «λομπίστες», πολιτικά στελέχη που είναι περήφανοι κυνηγοί οι ίδιοι ή/και προωθούν συστηματικά τα αιτήματα των κυνηγών στο κόμμα τους. Η πιο προχωρημένη «αντικυνηγετική» θέση σε κοινοβουλευτικό κόμμα είναι εκείνη του ΜέΡΑ25, που ζητάει «την σταδιακή μετάβαση από το κυνήγι στο να μάθουν οι έλληνες (sic) να επισκέπτονται την Φύση με σκοπό να παρατηρήσουν, να φωτογραφίσουν τα ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον -αντί για να τα πυροβολήσουν». Η «σταδιακή κατάργηση» είναι και η θέση των Πράσινων κομμάτων (Οικολόγοι Πράσινοι, Πράσινοι. Είναι χαρακτηριστικό πως στους Οικολόγους Πράσινους εξελέγη πρόσφατα συμπρόεδρος του κόμματος που παραδέχτηκε πως ήταν πολλά χρόνια κυνηγός, αλλά διέκοψε το κυνήγι σε ηλικία 67 ετών, «για να ασχοληθεί με τον οικολογικό χώρο» (!) Το ιδιότυπο «Πράσινο Κίνημα» δεν έχει εκφράσει θέση για το κυνήγι, αλλά συνεργάζεται με το Αγροτικό Κτηνοτροφικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΚΕΛ), που υποστηρίζει το κυνήγι και παρεμβαίνει συχνά στο δημόσιο χώρο υπέρ των κυνηγών.
Στα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα, η άκρα δεξιά υποστηρίζει αναφανδόν το κυνήγι. Η άκρα αριστερά (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Πλεύση Ελευθερίας κ.λπ), αδιαφορεί για το ζήτημα (καταδικάζει το μόνο κυνήγι που καταδικάζει είναι αυτό… «του κέρδους»).
Το μόνο (μικρό) κόμμα που υποστηρίζει χωρίς περιστροφές την κατάργηση του κυνηγιού είναι το ελληνικό Κόμμα για τα Ζώα, που εκπροσωπεί την Ελλάδα στο διεθνές Animal Politics Foundation. Εναντίον του κυνηγιού είναι όμως όλες οι μεγάλες περιβαλλοντικές οργανώσεις, διεθνείς (π.χ. WWF, Greenpeace) και εθνικές (π.χ. Ορνιθολογική), πολλές φιλοζωικές ομοσπονδίες και οργανώσεις κ.λπ. Και σε αυτούς τους φορείς πάντως, το αίτημα για απαγόρευση του κυνηγιού προβάλλεται σπανίως και σχεδόν ποτέ με έμφαση.
Το συμπέρασμα από αυτά τα στοιχεία είναι πως το κυνήγι είναι μειοψηφικό μεν φαινόμενο, αλλά με ισχυρά ερείσματα, κυρίως ως στοιχείο ενός δήθεν «πατροπαράδοτου», «αγνού», «γηγενούς» κ.λπ τρόπου ζωής. Πάντως οι υπερασπιστές του τείνουν να εγκλωβίζονται ως προς τα έμφυλα χαρακτηριστικά (προϊούσης μάλιστα της πολιτικής χειραφέτησης των γυναικών), της γεωπολιτικής (κυρίως σε επαρχιακές πόλεις και κυρίως κωμοπόλεις), και την ηλικία (το κυνήγι φαίνεται να προσελκύει δύσκολα τις νεότερες ηλικίες).
Επιπτώσεις του κυνηγιού
Το κυνήγι θεωρείται πως πιέζει τη βιοποικιλότητα και μάλιστα σε μερικά επιλεγμένα είδη, οδηγεί σε θανάτωση σπανίων, απειλούμενων ή και υπό εξαφάνιση ειδών, οχλεί βιοτόπους και ανθρωποκοινότητες, ρυπαίνει με μόλυβδο το περιβάλλον, ιδίως τους υδροβιότοπους και βεβαίως προκαλεί αρκετά κυνηγετικά ατυχήματα. Όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι κυνηγοί «την τελευταία -τουλάχιστον- δεκαετία… έχουν μια μεγάλη αυξητική τάση και θεωρούνται πλέον κάτι δεδομένο». Τα υποτιθέμενα περιβαλλοντικά οφέλη από το κυνήγι («εξυγίανση» πληθυσμών κ.λπ) είναι επιστημονικά αναπόδεικτα και λειτουργούν περισσότερο σαν προπαγάνδα των κυνηγών.
Το κυνήγι λοιπόν, θα μπορούσε να θεωρηθεί επίδικο ενός δημοψηφίσματος, ιδίως εντασσόμενο σε μία ευρύτερη αναθεωρητική εθνική κίνηση ως προς την περιβαλλοντική προστασία. Όπως συμβαίνει στο στρατόπεδο των υπερασπιστών του, έτσι και σε εκείνο των αντιπάλων του, η συμβολική του σημασία υπερβαίνει κατά πολύ την πραγματική.
Το κυνήγι είναι ήδη πλήρως απαγορευμένο στη Βραζιλία (με εξαιρέσεις για τους ιθαγενείς) και στην Κένυα. Το 2015 διοργανώθηκε στη Μάλτα δημοψήφισμα με ερώτημα την απαγόρευση του κυνηγιού πτηνών, που οι κυνηγοί κέρδισαν με λιγότερο από 1% διαφορά (50.4% προς 49.5%!). Το 2020 στην Ελβετία, οι ψηφοφόροι απέρριψαν την προσπάθεια των κυνηγών να καταστήσουν ευκολότερο το κυνήγι των λύκων με μικρή διαφορά (52.1%-47.8%).
Συμπερασματικά, η πρόταση για διοργάνωση δημοψηφίσματος για το κυνήγι, εκφράζει μάλλον την αυξανόμενη αποστροφή προς το κυνήγι νεότερων, μορφωμένων, αστικών και γυναικείων στρωμάτων, αλλά δεν δικαιολογείται από την πολιτική παράδοση της Ελλάδας ή την πραγματική σημασία που έχει το κυνήγι. Δικαιολογείται πάντως πολιτικά σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, που θα αύξαινε την αμεσοδημοκρατική λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος και μια γενική περιβαλλοντική του στροφή. Τυχόν διοργάνωσή του θα λειτουργούσε –όπως συμβαίνει συχνά με τα δημοψηφίσματα- σε διελκυστίνδα μεταξύ διαφόρων αντιθέσεων στην ελληνική κοινωνία (νέοι-μεσήλικες, γυναίκες-άνδρες, μεγαλουπόλεις-ύπαιθρος). Το αποτέλεσμα είναι αμφίρροπο και εξαρτάται από το ερώτημα στο οποίο εντέλει θα απαντήσουν de facto οι ψηφοφόροι.
Ο Νίκος Ράπτης είναι εκπαιδευτικός, στέλεχος του Κόμματος για τα Ζώα. Το βιβλίο του Πολιτική Φιλοζωία (2020) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.